ἀμαντάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαντάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαντάριστος ἐπίθ. Σύνηθ. ἀμαdάριστος πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μανταριστὸς < μαντάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -΄ιζω ρ. παράγωγα.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων τὰς ἐκ τῆς φθορᾶς ὀπὰς ἐπιδιωρθωμένας διὰ πλέγματος ἐκ νήματος, ἐπὶ ἐνδυμάτων: Κάλτσες ἀμαντάριστες. Πουκάμισο ἀμαντάριστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/