ἀμαξιλλάρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμαξιλλάρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμαξιλλάρωτος ἐπίθ. Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μαξιλλαρωτὸς < μαξιλλαρώνω.

Σημασιολογία

Ἐν τῇ γλώσσῃ συνήθως τῶν θεάτρων, ὁ μὴ ἀποδοκιμασθεὶς διὰ μαξιλλαρώματος, ἤτοι ἐκσφενδονίσεως μαξιλαρίων ὑπὸ τῶν θεατῶν, ἐπὶ ἠθοποιοῦ ἢ θεατρικοῦ ἔργου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/