ἀμεταδιˬάγερτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμεταδιˬάγερτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμεταδιˬάγερτος ὁ, Κρήτ. ἀμεταγιˬάερτος Κρήτ. ἀμεταγάερτος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μεταδιˬαγερτὸς < μεταδιˬαγέρνω. Ἐπίθ. οὐσιαστικοποιηθὲν κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. τόπος.

Σημασιολογία

Ἀμεταγύριστος 2, ὅ ἰδ. ᾎσμ. ᾿Σ τὸ dὸπο τῶν ἁμαρτωλῶ ἐκεῖ θενά σε πάγω κ᾿ εἰς τὸν ἀμεταγάερτο νά ᾿χῃς καηˬμὸ μεγάλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/