ἀμεταλάβιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμεταλάβιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμεταλάβιστος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.)ἀμεταλάβητος Ἤπ. Κύπρ. (Γερμασ.)Πελοπν. (Λακων. Μάν.)ἀμιτάλαβ᾿ τους Ἤπ. (Ζαγόρ.)άμιτάλαφ᾿ τους Μακεδ. (Βογατσ.)ἀμεταλάβαστος Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. μεταλαβιστὸς < μεταλαβίζω. Τὸ ἀμιτάλαβ᾿ τους ἐτονίσθη κατὰ τὰ πολλὰ προπαροξύτονα στερητικὰ μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ η. Τὸ ἀμεταλάβαστος ἐκ τοῦ ἀμεταλάβιστος κατὰ τὸ ἀδιˬάβαστος.

Σημασιολογία

Ἀμετάδοτος, ὅ ἰδ., ἔνθ᾿ἀν.: Ἐπῆγε ἀμεταλάβητος (ἐπῆγε = ἀπέθανε)Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/