ἀμετανόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμετανόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμετανόητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. ἀμετανόετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.)ἀμετανόγετος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀμετανόητος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ μεταμελούμενος, ὁ μὴ μετανοῶν διὰ τὰ σφάλματά του, συνήθως ὑπὸ θρησκευτικὴν ἔννοιαν, ἀμεταμέλητος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀμετανόετος ἐπέθανεν Πόντ. (Κοτύωρ.)Συνών. ἀμετάν͜οιωτος 1. 2)Ὁ ἔχων άμετάτρεπτον γνώμην, άμετάπειστος Πελοπν. (Λακων.): Τί ἀμετανόητη Πλάσι εἶναι αὐτή! Συνών. ἀβάγιστος 2, ἀγύριστος Β1, μονόκορδος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA