ἀμετασάλωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμετασάλωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμετασάλωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀμετασάλωγος Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μετασαλωτὸς < *μετασαλώνω.
Σημασιολογία
Ἀμετασάλευτος, ὃ ἰδ.: Καθόμουνα ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ ἀμετασάλωγος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA