ἀμεταφύτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμεταφύτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμεταφύτευτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μεταφυτευτὸς < μεταφυτεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ μεταφυτευθείς, ἐπὶ δενδρυλλίου ἢ φυτοῦ ἔνθ᾿ἀν.: Δεντρὸν ἀμεταφύτευτον Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA