ἀμιρᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμιρᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀμιρᾶς ὁ, Καππ. Κύπρ. Πελοπν. κ. ἀ. ἀμερᾶς ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀμιρᾶς, ὅ ἐκ τοῦ Ἀραβ. amir = στρατηγός. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 878 (ἔκδ. Wagner 171)«ἀκμὴν καὶ τὸ δερμάτιν μου ἔχουν το οἱ σουλτάνοι, | οἱ ἄρχοντες, οἱ εὐγενεῖς, μεγάλοι ἀμιρᾶδες». Ὁ τύπ. ἀμερᾶς ἢδη παρὰ Διγεν. Ἀκρίτ. 530 (ἔκδ. Hesseling) .

Σημασιολογία

Ἡγεμών, βασιλεὺς Μουσουλμάνος ἔνθ᾿ἀν.: ᾎσμ. Ἀφέντη μ᾿ , ἀμιρᾶ μου καὶ σουλτάνε μου Πελοπν. Ἔπιˬασαν τὀν Γιˬαννάκι μου τ᾿ἀμιρᾶ παιδιˬἀ Καππ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κρήτ., κύριον ὄν. Πόντ. Τὸ θηλ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀμίρ᾿ σσα Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.)Ἴμβρ. Κυδων· Λέσβ. Ἀμέρισσα Εὔβ. Καὶ ὡς τοπων. τ᾿ Ἀμιρᾶ ἢ Ἀμερᾶ Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/