ἀμονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀμονάκι τό, Προπ. (Κύζ.) Ναύστ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀμόνι.

Σημασιολογία

1) Μικρός ἄκμων Ναύστ. Συνών. κόρνος. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀμονάκι τῆς ἁλυσίδας, τὸ ὀξὺ ἄκρον τοῦ ἄκμονος ἐφ᾿ οὖ κατασκευάζονται οἱ κρίκοι, οἶον τῶν ἁλύσεων κττ. Προπ. (Κύζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/