ἀμοριˬάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμοριˬάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμοριˬάζομαι (II) Πελοπν. (Γορτυν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄμορος (II). Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τεμπέλης - τεμπελιˬάζω κττ.
Σημασιολογία
Δεικνύω ἀμέλειαν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν πράξεώς τινος, ὀλιγωρῶ, ὀκνῶ ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμοριˬάστηκα καὶ δὲ σοῦ ἔγραψα Πελοπν. Ἀμοριάστηκα σήμερα ταὶ δὲν πῆγα᾿ ς τὴ δουλ͜ειά μου Κλουτσινοχ. Συνών. ἀμελεύω, ἀμελῶ, τεμπελεύω, τεμπελιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA