ἀμορολόγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμορολόγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμορολόγητος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) ἀμορολόητος Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ συμφύρ. τῶν ἐπιθ. ἄμορος (I) καὶ ἀμολόγητος.
Σημασιολογία
Ὁ αἰφνιδίως εξαφανιζόμενος, ὁ γινόμενος ἄφαντος : Αὐτός ἐχάθη ἀμορολόητος. Τὸ πρᾶμα ἐκεῖνο πάει ἀμορολόητο. Συνών. ἀμολόγητος Α 4, ἄμορος (I) 1, ἄφαντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA