ἀμουλίτσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμουλίτσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀμουλίτσα ἡ, Ἱων. (Κρήν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄμουλα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτσα.

Σημασιολογία

Ἀμουλάκι, ὃ ἱδ. : Ἤβαλα λίγο ρακὶ μέσα᾿ς τὴν ἀμουλίτσα γιˬὰ νὰ πιˬῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/