ἀμουνούχιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμουνούχιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀμουνούχιστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀμνούιστος Κύπρ. ἀμνούχιστους βόρ. ἰδιώμ. ἀμουνούχιγος πολλαχ. ἀμουνού᾿ γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμουνό᾿ γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀμονόχιστος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μουνουχιστός < μουνουχίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Λάνδῳ Γεωπ. 75.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ εὐνουχισθείς, ἔνορχις, κήλων, ἐπί ζῴων ἔνθ᾿ἀν. : Ἀμουνούχιγο ἄλογο - γουρούνι σύνηθ. Ἀμουνό᾿ γου βόιδ᾿-γ᾿ ρού᾿Αἰτωλ. Τραΐ ἀμουνούχιγο Πελοπν. (Μαζαίικ.) Συνών. ἀδάγκαστος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/