ἀμουντζούρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμουντζούρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμουντζούρωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀμουτζούρωτος σύνηθ. ἀμουντζούρουτους βόρ. ἰδιώμ. ἀμουτζούρουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * μουντζουρωτὸς < μουντζουτώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ κηλίδων, καθαρὸς κοιν. 2) Μεταφ. ἐνἀρετος, ἔντιμος Ἄνδρ. Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA