ἀμουργιˬοθερίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμουργιˬοθερίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀμουργιˬοθερίζω άμάρτ. ἀρμουγιˬοθερίζω Πελοπν. (Λακων.) ἀρμουγοθερίζω Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀμούργιˬος καὶ τοῦ ρ. θερίζω.
Σημασιολογία
Θερίζω δημητριακοὺς καρποὺς πρωίμως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA