ἀμουστάκωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμουστάκωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμουστάκωτος ἐπίθ. Κύπρ. Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μουστακωτὸς < μουστακώνω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ἀμούστακος 1, ὅ ἰδ., ἔνθ᾿ ἀν. : ᾎσμ. ᾿Σ τὰ γόνατά της κείτουτα ἀγέν͜ειο παλληκάρι, ἀγέν͜ειο κι ἀμουστάκωτο καὶ πάνω ᾿ς τοὶς ἀντρ͜ειές του Ρόδ. Ὁ Κωνσταντᾶς τὸν ἔχτισεν, δάενον παλληκάριν, δάενον τ᾿ ἀμουστάκωτον ᾿πάνω ᾿ς τὲς ἀντρ͜ειές του Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA