ἀνακλαδητὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλαδητὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνακλαδητὸ τό, Πελοπν. (Αἴγ) κ. ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. *ἀνακλαδε͜ιέμαι, δι’ ὃ πβ, *ἀνοικλαδίζω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγκομαχῶ-ἀγκομαχητό, χασμουρε͜ιέμαι- χασμουρητὸ κττ.

Σημασιολογία

Ἡ μετ᾿ ἐντάσεως ἔκτασις τῶν μελῶν τοῦ σώματος ἕνεκα ἀτονίας ἢ νοσηρᾶς καταστάσεως, σκορδινησμός: Τὸν ἔπιασε ἀνακλαδητό. Συνών. ἀνακλάδισμα, ἀνακλαδισμάρα, ἀνακλάρισμα, *ἀνακλονητό, *ἀνακλονητούρα, *ἀνακλόνισμα, *ἀνακλονισμός, τανυτό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/