ἀνακλαδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλαδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακλαδίζω, ’νεκλαΐζω Ροδ. Μέσ. ἀνακλαδίζομαι Πελοπν. (Αἴγ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ.) κ. ἀ.-ΑΚαρκαβίτσ. Λογ. πλώρ. 231-Λεξ. Πρω. ἀνακλαδίζουμαι Ζακ. Πελοπν. (Λάστ. Λεντεκ.) κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀναγκλαδίζομαι Πελοπν. (Κορινθ. Πατρ. Τρίκκ.) ἀναγκλαδίζουμαι Πελοπν. (Σουδεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. κλαδίζω ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. κλαδί Πβ. ἀνακλαρίζομαι.

Σημασιολογία

Ι) Κόπτω τοὺς χαμηλοὺς κλάδους φυτοῦ διὰ νὰ ἐνισχυθῇ Ροδ. β) Ἀποσύρω, ἀπομακρύνω Ροδ.: ᾿Εν τὸ ’νεκλαΐζει ᾽πουπάνω μας τὸ μ-μάτιν του (μᾶς κοιτάζει ἐπιμόνως) ||) Ἐκτεινω μετ᾽ ἐντάσεως τὰ μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα κόπου, ἀτονίας ἢ νοσηρᾶς καταστάσεως (ἁπλώνω τὰ μέλη ὡς κλαδιὰ) Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Λαστ. Λεντεκ. Πάτρ. Σουδεν. Τρίκκ.) κ.ἀ. -ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Σήμερα δὲν εἶμαι καλά, ὅλο ἀνακλαδίζομαι Κορινθ. Ἀνακλαδίζεται, θέρμη θὰ τὸν πιˬάσῃ Αἴγ. ’Ανακλαδίζεται τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ θέρμη Λεξ. Δημητρ. Ἐτέντωσε τὴν ἄλλη του ἀρίδα, ἀνακλαδίστηκε χάσκοντας πιθαμὴ τὸ στόμα ΑΚαρκαβίστ. ἐνθ’ ἀν. Συνών. ἀνακλαρίζομαι, *ἀνακλονίζω 1, ἀποκορδώνω, ξεροτανυˬέμαι, τανυˬέμαι (ἰδ. τανυˬῶ), τεντώνομαι (ἰδ. τεντώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/