ἀνακλονίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακλονίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακλονίζω, ἀνακλανίζω ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 38 Μες. ἀνακλονίζομαι Πελοπν.(Κυνουρ.) κ. ἀ. ἀνακλανίζομαι ᾿Αντικύθ. Κύθηρ. Πελοπν. (Καλάμ. Καρδαμ. Μαν. Τριφυλ.) κ. ἀ. ἀνακλανίζουμαι Ζακ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων.) ἀναγκλανίζομαι Ἤπ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνακλανε͜ιέμαι Πελοπν. (Λάκων. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κλονίζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀνακλονῶ. Τὸ ἀνακλανίζω κατ᾽ ἀφομ. ἐξακολουθητικήν.

Σημασιολογία

1) ᾿Εκτείνω μετ᾿ ἐντάσεως τὰ μέλη τοῦ σώματος ἕνεκα κοπώσεως, ἀτονίας ἢ νοσηρᾶς καταστάσεως (διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ μεσν. κλόνος ἐν Διαθ. Νίκων τοῦ Μετανοεῖτε ἐν Ν.'Ελληνομν. 3 (1906) 212 «κατείργαστο γὰρ ἤδη ἅπαν τὸ σῶμα τῇ άσιτίᾳ καὶ τῇ παρατάσει τοῦ κλόνον») Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλαμ. Καρδαμ. Κυνουρ. Λακων. Μάν. Τριφυλ.) κ. ἀ. Λεξ. Δημητρ.: Τί ἀνακλανίζεσαι ἔτσα; Λακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀνακλαδίζω ΙΙ. β) ᾿Εκτείνω, τεντώνω ΚΠασαγιάνν. ἕνὓ’ ἄν.: Ὅσο ζύγωναν τὰ βόιδα ᾽ς τὸ μακελλε͜ιὸ τόσο ἀνακλάνιζαν τὰ κεφάλιˬα τους καὶ τοὺς σβέρκους και φούσκωναν. 2) Προεκτείνω τὸ σῶμα καὶ τὰς χεῖρας διὰ νὰ φθάσω τι εἰς ἀπόστασιν ἢ ὑψηλὰ κείμενον Ἀντικύθ. Κύθηρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/