ἀνακλονισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακλονισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνακλονισμὸς, ὁ ἀνακλανισμός Πελοπ. (Μαν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀνακλονίζω.
Σημασιολογία
*Ἀνακλονητό, ὅ ἰδ.;Ὅλη τὴ νύχτα εἶχα ἀνακλανισμό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA