ἀνακλύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακλύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακλύζω, ἀγκλύζω Πόντ (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀνακλύζω=κυμαινομένη ὁρμῶ, ἐπὶ θαλάσσης. Περὶ τῆς συγκοπῆς τῆς ἀνὰ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾿Αθηνᾴ 43 (1931) 70 κἑξ.
Σημασιολογία
Διαλύω, ἀραιώνω τι δι' ὕδατος: Ἔγκλυξεν τὸ ξὺγαλαν κ᾽ ἔφαεν (ξύγαλαν=γιαούρτι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA