ἀνακουντουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακουντουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακουντουρίζω, μέσ. ἀνεκουντουρίζομαι Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κουντουρίζω.

Σημασιολογία

Ἀνασύρω πρὸς τὰ ἄνω τὰ ἄκρα τοῦ ἐνδύματος, ὅταν πρόκειται νὰ ἐκτελέσω ἐργασίαν τινὰ διὰ νὰ κινοῦμαι εὐκολώτερον: ᾎσμ. Καὶ ν᾿ ἀνεκουντουρίζεσαι, νὰ πλύνῃς, νὰ μπαλώνῃς, κιˬ ἅμα σοῦ σύρω τὴ φωνὴ σὰν κάττα νὰ ζαρώνῃς. Συνών. ἀνακολώνω Α 1, ἀναμαζεύω, ἀνασηκώνω Πβ. ἀνασκουμπώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/