ἀνακουππᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουππᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνακουππᾶς ὁ, Μεγίστ. ἀγκουππᾶς Τῆλ. ’νακουππᾶς Σῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. κουππᾶς.
Σημασιολογία
1) Τράχηλος ἔνθ᾽ ἀν. : Τὸ τσεφάλι σου θέλει κόψιμον ἀποὺ τὸν ἀνακουππᾶ! Μεγίστ. Αὐτὸς θέλει σφάξιμο ᾽ποὺ τὸν ἀγκουππᾶ! Τῆλ. Συνών. ἀζάκουπας (ὅ γραπτέον ἀζάκουππας), κουππᾶς. 2. Ὠμοπλάτη Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA