ἀνακουρκουδίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακουρκουδίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακουρκουδίζω Θήρ. Κρήτ.-Λεξ. ’Ελευθερουδ. Πρω. Δημητρ. ἀνακουκουρδίζω Λεξ. Πρω. ἀνεκουκουρδίζω Θήρ. ἀνεκουρκουβίζω Κρήτ. (Σητ.) ἀνικουρκ’δίζου Ἴμβρ. ἀνικουουκ’δίζου Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ επιρρ ἀνακούρκουδα.

Σημασιολογία

Κάθημαι κατὰ τρόπον ὥστε χωρὶς νὰ ἐφάπτωμαι τῆς γῆς ἢ καθίσματος στηρίζω τὸ σῶμα ἐπὶ τῶν κεκαμμένων γονάτων ἔνθ’ ἀν.: Ἀνεκουρκούβισε νὰ κατουρήσῃ Σητ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/