ἀνακουτρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακουτρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακουτρεύω ἀμάρτ ἀνακουτρεύκω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κουτρεύω.
Σημασιολογία
Ἐξετάζω, ἐρευνῶ πρὸς ἀνεύρεσιν πράγματός τινος : Τὸν κόσμον οὕλον ἀνακούτρεψα ταὶ ᾿ὲν τὀν ηὗρα. Ἔφαα τὴν ἡμέραν σήμ-μερα ἀνακουτρεύκοντας, ἀμ-μὰ ηὗρα τὴν στραβάρα μου. Συνων. ἀνακουταλεύω, ψάχνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA