ἀνακρέμασι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακρέμασι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνακρέμασι ἡ, ΔΚρήτ Πελοπν. (Βούρβουρ. Συκεˬὰ Κορινθ.)-Λεξ. Βλαστ. Πρω. ἀνεκρέμασι Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ρ. ἀνακρεμῶ.
Σημασιολογία
1) Ἡ πρόσδεσις τῶν τελευταίων ἄκρων τοῦ στήμονος περὶ τὸ τέλος τῆς ὑφάνσεως εἰς ράβδον ἐξηρτημένην διὰ σχοινίου ἀπὸ τὸ ἀντίον διὰ νὰ πλησιάσουν ταῦτα μέχρι τῶν μιταρίων Κρήτ. Πελοπν (Συκεˬὰ Κορινθ.): ’Σ τὴν ἀνεκρέμασι τ’ ἀνυφαιdικοῦ μου, ἅμα πέσῃ ὁ gάρδιˬος, δὰ βγῶ νὰ ’δῶ εἶdα κωπέλλι δὰ κάμῃ ἡ -γ-ἀδερφή μου (ἐκ παραμυθ.δὰ=θὰ) Α.Κρήτ Συνών. ἀνακρέμασμα 1. 2) Συσσώρευσις νεφῶν ἀπειλούντων βροχὴν χωρὶς ὅμως νὰ ἐπακολουθήσῃ αὕτη Κρήτ. : ᾿Ανακρέμασι τοῦ καιροῦ. 3) ᾿Ἑλλειψις βροχῆς, ἀνομβρία, ξηρασία Κρήτ.-Λεξ. Βλαστ.: 'Ανεκρέμασι ἤπιˬασε κ᾽ ἐδιψάσα τὰ σπαρμένα Α.Κρήτ Τοσονὰ gαιρό ἀνεκρέμασι δὲ dὸ ξανάκαμε αὐτόθ. Συνών. ἀβρεξιˬὰ, ἀβροχιˬά, ἀβροχίλα, ἀνεριˬά, ἀνομπριˬά, ἀνυδριˬά. 4) Σιτοδεία, δυστυχία Πελοπν. (Βούρβουρ.) : ᾿Εγιν’ ἀνακρέμασι πλεˬά γιˬὰ μὰς, οὔτε μάστορης οὔτε μαστορίνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA