ἀνακροῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνακροῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀνακροῦμαι Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβαν Σινασσ.) ἀνακριˬοῦμαι Καππ. (᾿Ανακ. Μαλακ.) ’νεκροῦμαι Καππ. (Φάρασ.) ἀνακρόζομαι Καππ. (Σίλατ.) ἀνακρούζομαι Καππ. (Ἀξ. Τελμ.) ἀνακρούζουμι Καππ. (Μαλακ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀρχ. ἀκροῶμαι, παρ᾿ ὃ καὶ ἀκροάζομαι.
Σημασιολογία
1) ᾿Ακούω μετὰ προσοχῆς, ἀκροῶμαι ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἦταν μεγάλην Κερεκή καὶ τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὅλοι κεφάλι ἔκλιναν, βαγγέλιˬα ἀνακροῦνται κ’ ἐγὼ κεφάλι ἔκλινα, την κόρη υντυειέμαι ’Ανακ. Παππάδες ἐσεῖς ψάλλετε, διˬάκοι ἀνακροστᾶτε Σιλατ. Συνών. ἀκροάζομαι 1, ἀκροᾶμαι 1, ἀκρουμάζομαι 1, ἀκρουμαίνω 1, ἀκρών-νομαι 1, ἀφτιˬάζομαι. 2) ’Ακούω κρυφίως, ὠτακουστῶ Καππ. (Σινασσ.): ᾎσμ. Μιˬά κόρη καυχε͜ιούτανε, κόρ’ ἀρραβωνιˬασμένη, κ’ ἐκείν’ ὅντες καυχε͜ιούτανε ὁ Χάρως ἀνακροῦταν. Συνών. ἀκρουμάζομαι 2, ἀκρουμαίνω 1β, κρυαφακούω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA