ἀνακυκλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνακυκλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνακυκλίζω Δ.Κρήτ. Κύθηρ. ἀνακιˬουκλίζω Πελοπν.(Μάν.) ἀνατσουκλίζω ᾿Αθῆν.(παλαιότ.) Εὔβ.(Κάρυστ.) ἀνατουκλίζω Εὔβ (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Μεγαρ. ἀνεκυκλίζω Α.Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Χίος

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. κυκλίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλαχ.

Σημασιολογία

1) Κατασκευάζω κυκλίον τοῦ νήματος τυλίσσων αὐτὸ ἐκ τοῦ ἀδρακτίου εἰς τὸ τυλιγάδι ’Αθῆν. (παλαιότ.) Εὔβ (Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κονίστρ.) Μεγαρ Χίος: Μὲ τὸ ἀgὰλιστρο ἀνατουκλίζουνε τὸ νέμα Μεγαρ. Ἡ μιˬὰ ἔμπαινε ’ς τὸν ἀνυφαντόλακκο τσαι᾿ ἔφαινε, ἡ ἄλλη ἔνεθε μὲ τὴ ρόκκα της τσαι' ἡ ἄλλη ἀνατσούκλιζε (ἐκ παραμυθ.) ’Αθῆν. ǁ ᾎσμ. Τσαὶ δέκα Λαμπροκύριˬακα κόρη γατάνι πλέκει, ᾿ς τοὺς οὐρανοὺς τὀ διˬάζεται, ’ς τὴ γῆν τ᾿ ἀνεκυκλίζει Χίος. Συνων. τυλιγαδιˬάζω. 2) Περιστρέφων τὴν ἀνέμην τυλίσσω τὸ νῆμα τοῦ περὶ αὐτὴν κυκλίου εἰς τὰ μασούρια Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (’Απύρανθ.): ᾎσμ. Μιˬὰ λυερή ἐνεκύκλιζε χρουσάφι καί μετάξι, ’ς τὸν οὐρανό τὀ διˬάστηκε, ᾿ς τἠν ἄμμος τὀ τυλίει ’Απύρανθ. Συνών. ἀνακυκλιδίζω, ἀνεμίζω, καλαμιˬάζω, καλαμίζω, μασουρεύω, μασουρίζω, μασουριˬάζω. 3) Περιστρέφω τι βιαίως, στροβιλίζω Πελοπν. (Μάν.):Ὁ ἀέρας ἀνακιˬουκλίζει τὰ ροῦχα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/