ἀναλαμπὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλαμπὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναλαμπὴ ἡ, κοιν. ἀναλαbὴ πολλαχ. ἀνελαμπὴ Θρᾴκ. ᾿Ιων.(Κρήν.) Κάρπ. Μηλ. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀνελαbὴ Θήρ. Α.Κρήτ. Νάξ.(Ἀπύρανθ.) Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ ἀνιλαμπὴ Μακεδ. ἀνιλαbὴ Ἴμβρ. Λεσβ Σαμοθρ. Σαμ. ᾿νιλαμπὴ Μακεδ. ἀλαμπὴ ΜΦιλήντ.Γραμματ. 89-Λεξ.Περιδ. Βυζ. Πληθ. ἀναλαμπιˬὲς Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Μεσν. ἐκ τοῦ ρ. ἀναλάμπω. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ᾿Ακαδ. ᾿Αναγν. 3 (1915) 253. Τὸ ἀλαμπὴ ἐκ τοῦ *ἀλαλαμπὴ κατ᾿ ἀνομ. Ὁ πληθ. ἀναλαμπιˬὲς κατὰ τὸ συνών. φωτιˬές.

Σημασιολογία

1) Λάμψις, λαμπηδών κοιν. : Ἡ ἀναλαμπὴ τῆς πυρκαϊᾶς-τῆς φωτιˬᾶς-τῆς ἀστραπῆς κοιν. Τὸ καντήλι ἀνάδωκε μιˬὰν ἀναλαμπὴ Κέρκ. Γιˬὰ δέ μιˬὰ ἀναλαμπὴ ποῦ ἔβγαλε ἡ ἀστραπή! Χίος Τοὺ καdήλ’ προτοῦ σβήσ’ βγάζ’ μιὰ ἀναλαbὴ Λεσβ. Εἶδα μιˬὰν ἀνιλαbὴ Ἴμβρ. Ἡ ἀναλαμπὴ τῶν ματιˬῶν Ζάκ. Ἔγινε τὀ δαχτυλάκι του ἀσημένιˬο κ᾿ ἡ φοράδα πλεˬὰ ἕνα πρᾶμα ποῦ δὲ μποροῦσε νὰ τὴν βλέπῃ ἀπὸ τὴν ἀναλαμπὴ (ἐκ παραμύθ.) ᾿Αστυπ. Ἀπομακρεˬὰ οἱ ἄνθρωποι τοῦ καραβιˬοῦ ἔβλεπαν τὴν ἀναλαμπὴ καὶ δὲν ἧμποροῦσαν νὰ καταλάβουν ἀν ἦτον ἄστρον ἣ φωτιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Χίος Ἄσπροκιτρίνιζαν ἀπὸ τὴν ἀναλαμπὴ ποῦ ἔβγανε τό χρυσάφι ΙΠολυλ. Διηγ. 86. ǁ Φρ. Δίνου ἀνιλαbὴ (γίνομαι ξακουστὸς) Ἴμβρ. Αὐτεί’ θὰ δώσ’ ἀνιλαbή! (εἰρων. ἐπὶ γυναικὸς μαύρης καὶ δυσειδοῦς) αὐτόθ. ǁ Ποιήμ. ᾿Ανάφτει | τοῦ πολέμου ἀναλαμπή, τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει, | λάμπει, κόφτει τὸ σπαθὶ ΔΣολωμ. 9 …Τὰ σωθικά του τότε δὲν τὰ φαρμάκευαν κρυφοὶ καὶ [φλογισμἐνοι πόθοι οὔτε τοῦ κόσμου ψεύτικες ἀναλαμπές και δόξες Αβαλαωρ. 3,221 Φέγγ’ ἡ χώρα φωτισμένη ἀπὸ τέτο͜ια ἀναλαμπὴ ΑΒαλαωρ. 3,376. β) Τὸ ἐκ διαλειμμάτων ἀναλάμπον φῶς λύχνου ἢ κηρίον μέλλοντος νὰ σβεσθῇ σύνηθ. : Ποίημ. Σὰ νὰ ἤθελε νὰ ζήσῃ ἀκόμα | μ᾿ ἀναλαμπὲς ψυχομαχάει τὸ ἑτοιμοθάνατο κερί μου ΝΛαπαθ. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 182. γ) 'Η ἀνάλαμψις τοῦ ἡλίου κατὰ διαλείμματα ἐν καιρῷ συννεφώδει Ἤπ. κ. ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ 1,49 «ἀναλαμπὴ χειμῶνος, δάκρυα ποιμένος». Συνών ξαναναλαμπή. δ) Σπινθὴρ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ. ἀ. :Ἡ φωθιˬὰ πετᾷ ἀνελαθὲς ᾿Απύρανθ. Συνών. σπίθα. 2) Ἡ ἀναλάμπουσα φλὸξ τοῦ πυρὸς σύνηθ.: Ἡ φωτιὰ βγάζει μεγάλη ἀναλαμπὴ πολλαχ. Τά ξύλα βγάνουν ἀνελαbὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ǁ Παροιμ. Ἀναλαμπὴ ψήνει κουκκιˬά, καρβουνοδιˬά τό φάα (τὰ μὲν κουκκιὰ βράζουν εἰς τὴν φλόγα, ἡ δὲ φάβα εἰς τὴν σιγανὴν φωτιὰν. Καὶ μεταφ. ὅτι δὲν πρέπει νὰ προσφερώμεθα εἰς ὅλους κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον, ἀλλὰ νὰ ἐξευρίσκωμεν τὸν προσήκοντα εἰς ἕκαστον) Κάρπ. ǁ ᾎσμ. Πῶς θὰ πεθάνω ξέρω το, γιˬατὶ ἡ καρδιˬά μου ἐρράη, φωθιˬά ᾿πεσε ᾽ς τὴ νεˬότη μου κιˬ ἀναλαμπὴ κ᾽ ἐκάη Κάσ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Θυς. Ἀβρααμ στ. 784 (ἔκδ. ‘ELegrand) «καὶ τὸ κορμί μ᾿ ἐπλάκωσεν ἀναλαμπὴ κ’ ἐκάγη». β) Ἡ θερμότης τῆς φλογὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Κὰρπ. Νάξ. Σῦρ. : Φύε ἀπὸ τὴ φλόγα κοdά νὰ μὴ σὲ πάρ’ ἡ ἀναλαbὴ Νάξ. 3)’Αντανάκλασις ἀκτίνων καὶ μάλιστα ἡλιακῶν, μαρμαρυγὴ Θεσσ. Θήρ. Κύθηρ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μῆλ. Ροδ Χίος: Μὴ βγαίνης ᾽ς τὴ ἀνελαbὴ τοῦ ἥλιˬου Θήρ. ǁ Ποίημ. …φεγγοβολῶντας | ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ φεγγαριˬοῦ κοντά της συχνότρεμε… ΔΣολωμ 137. Συνών. λαμπός 4) Τὸ μέρος τῆς ἑστίας, τὸ ὁποῖον καταυγάζεται καὶ θερμαίνεται ἀπὸ τὸ πῦρ Σῦρ.: Ἔβαλε τὸ βρεμένο παπούτσι γιˬὰ νὰ στεγνώσῃ μέσ᾽ ᾿ς τὴν ἀνελαbή. 5)Φρύγανονν χρησιμοποιούμενον διὰ τὸ ὰναμμα πυρὸς Κρήτ. Συνών. ἀναλαμπίδι, προσάναμμα, προσαψίδι, συνάναμμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/