ἀναλεβάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλεβάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλεβάρω, ἀναλιβάρω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. λεβάρω.

Σημασιολογία

Μεταβάλλω οἰονεὶ τὴν κανονικὴν θέσιν πραγμάτων, κάνω ἄνω κάτω : ᾿Αναλιβάρω τὰ πράματα τοῦ σπιτιˬοῦ. Ἀναλιβάρω τὰ πράματα ποῦ εἶναι μέσα ’ς τὸ κοφίνι. Συνών. ἀνακατεύω Α 3, ἀνακατώνω Α 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/