ἀναλειχάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλειχάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσαιστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναλειχάδα ἡ, ᾿Ικαρ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναλείχω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Ἡ ἐπὶ τοίχου ἢ τῆς ἐπιφανείας ἀγγείου περιέχοντος ὕδωρ ἀνάδοσις ὑγρασίας. Συνών. ἀναδεράδα, ἀνάδκιˬον, ἀνάδομα 2, ἀνάδοσι 2, ἀναδοσιˬά 1, ἀναδότημα, ἀναδώκιˬασμα, ἀναδωμός 5, ἀναλείχισμα, ἀναλειχισμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA