ἀναλείχω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλείχω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλείχω Ἱκαρ. Δ.Κρήτ. Κύθηρ. κ.ἀ.-Λεξ.Δεὲκ ἀναλείχου Τσακων. ἀνελείχω Α.Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ. Ἀ.. Μέσ. ἀναλεΊχομαι Πελοπν (Γορτυν. Μάν.) ἀναλείχουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀναλεΊφομαι Κύπρ. ἀναλείφουμι Μοσχονήσ. ἀνιλείφουμι Μοσχονήσ. ᾿Αόρ. ἀνέλεξα Χίος Μετοχ ἀνελειχισμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναλείχω. Τοῦ ἀορ. ἀνέλεξα τὸ ε ἀντὶ τοῦ ει διὰ τὸ παρακείμενον ὑγρόν. Τὸ ἀναλείφομαι ἐκ σημασιολογικοῦ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὸ ἀλείφω.

Σημασιολογία

1) Λείχω, περιλείχω τι διὰ τῆς γλώσσης Κύθηρ. Μοσχονήσ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Μάν.) Χίος κ. ἀ. : Ν’ ἀνελέξῃς τὸ παιδὶ (πρὸς γυναῖκα θεραπεύουσαν τὴν βασκανίαν ἢ τὸν πυρετὸν δι’ ἐπῳδῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν λείχει τρὶς τὸ μέτωπον τοῦ ἀσθενοῦς) Χίος Ἄγγελος ἐπέρασε καὶ τὸ μάτιˬασε κιˬ ὡς τὸ μάτιˬασε τὸ ἀνάλειξε καὶ τοῦ ἐπέρασε (ἐξ ἐπωδ. κατά τῆς βασκανίας) Κύθηρ. Πᾶρι χέρι πιντιδάχτ’λου κιˬ ἀναλείψι του γιˬὰ νὰ γιˬά’ (ἐξ ἑπῳδ.) Μοσχονήσ. ’Αναλείχεται τὸ βόιδι Γορτυν. Ὁ σκύλλος ἔφαγε κιˬ ἀναλείχεται Μάν. Συνών. λείχω. 2) Λείχω διὰ τῆς γλώσσης τὰ χείλη μου ποδῶν νὰ φάγω εὐάρεστόν τι φαγητόν, τὸ ὁποῖον βλέπω, λιχνεύομαι Κύπρ. Πελοπν. (Λακων): Θωρεῖ τ᾽ ὄφτὸν τιˬ ἀναλείφεται Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρᾶξ. Α στ. 89 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ’ ἤστεκα καὶ ἀναλείχουμου κ’ ἤθελα ν᾿ ἀρχινίσω’ (ἐνν. νὰ τρώγω). Συνών. ἀναγλείφω 2, ξερογλείφομαι (ἰδ. ξερογλείφω), συναλείφομαι (ἰδ. συναλείφω). β)Μοῦ ἔρχεται ὄρεξις, ὀρέγομαι Κύθηρ.: ’Αναλείχομαι νὰ φάω. 3)’Αναδίδω ὑγρασίαν ᾿Ικαρ Κρήτ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Τσακων. κ. ἀ.: ᾿Αναλείχει ὁ τοῖχος-τὸ λᾳδικό-τὸ σταμνὶ Κρήτ. ᾿Ανελείχει ἠ λᾳδομεθήρα-τ᾿ἀλατσερὸ (λᾳδομεθήρα=πίθος ἐλαίου) ᾿Απύρανθ. Ἡ βρύσι ἐστρέφεψε ἀπὸ ἀβροχίλα καὶ δὲν ἀνελείχει γιˬὰ κουνούπι (δὲν σταλάζει οὐδὲ ὅσον ἐπαρκεῖ νὰ πίῃ κουνούπι) ἀγν. τόπ ’Ανελειχισμένο 'ν’ τὀ μεθήρι τ᾽ ἀλατσοῦ ᾿Απύρανθ. Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναδίνω Α3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλιγδιˬάζω 1, ἀναξερνῶ. 4) Ἐξέρχομαι εἰς ἐλαχίστην ποσότητα ἀναβλύζων, ἐπὶ ὕδατος Κρήτ.: Νερό ἀνελείχει σὲ ’κε͜ιονὲ τὀν ἐggρεμό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/