ἀναλεχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλεχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναλεχτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀνελεχτὸς Θὴρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλέγω. ᾿Εν ἐγγράφῳ Σκιάθ. τοῦ 1653 φέρεται «λινὰ μεσάλια δεκαπέντι, τὰ δέκα ἀναλεχτὰ καὶ τὰ πέdι κεδητά».
Σημασιολογία
Ἐν τῇ ἱππασίᾳ ὁ μετὰ καλπασμοῦ γινόμενος: ’Ανελεχτὸς δρόμος. 2) Οὐσ., καλπασμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA