ἀναλήφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλήφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλήφω Ἤπ. Μέσ. ἀναλήφομαι Ἤπ. ἀναλήφουμι Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀναλήφτομαι Λεξ. Μπριγκ. ἀναλήβομαι πολλαχ ἀναλήβγομαι Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) ’Ιων. (Κρήν.) Μεγίστ. κ. ἀ. ἀναλήβκομαι Κύπρ. ἀναλήβγουμι Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀνελήβομαι Θρᾴκ. κ. ἀ. ἀνελήβγομαι Θἠρ. Ἴων. (Κρήν.) Νίσυρ. Παρ Σιφν κ. ἀ. ἀνιλήβουμι Θρᾴκ. ᾿Αόρ. ἀναλήφθηκα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,34 ἀναλήφτηκα σύνηθ. ἀνελήφτηκα πολλαχ. ἐνελήφτηκα Θήρ. ἠνελήφτηκα Θήρ. ᾿νελήφτηκα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿Αόρ. γ' προσώπ. ἀναλήφτη πολλαχ. ἀναλήφτην Κύπρ. ἀνελήφτη πολλαχ. ἐνελήφτην Μεγιστ.

Ετυμολογία

Ὁ ἐνεργ. τύπ. ᾶναλἠφω ἐσχηματίσθη ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ μεσ ἀναλήφομαι, οὗτος δὲ ἐκ τοῦ ἀναλήφτη παρὰ τὸ εὔχρηστον ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ ἀνελήφθη ἀόρ. τοῦ ἀρχ. ρ. ἀναλαμβάνω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγγελοκρούω, ἀγγελοσκιˬάζω κτλ.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανέρχομαι εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀναλαμβάνομαι σύνηθ.: Ἀναλήφτηκε ὁ Χριστὸς σύνηθ. Ἀναλήβετ’ ὁ Χριστὸς πολλαχ. 2) Γίνομαι ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι, συνήθως εἰς τὸν ἀορ ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων σύνηθ.: ᾿Αναλήφτηκε ἢ ἀνελήφτηκε τὸ πρᾶμα-τὸ ψωμὶ κττ. πολλαχ. Ὥστε νὰ τοῦ τὸ πῶ ἐνελήφτηκε Θήρ. Πάει τὸ ρολόι μου, ἐνελήφτηκε! αὐτόθ. Οἱ φονεˬᾶδες ἐνεληφτήκανε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τσῆ γῆς αὐτόθ. Ἀναλήφτην τὸ δαχτυλίδιν Κύπρ. Ἐνελήφτην τὸ παιδί μου Μεγιστ. ᾿Ενεληφτῆκαν τὰ ψάριˬα (ἔλειψαν ἀπὸ τὴν ἀγορὰν) αὐτόθ. Σὰν μπῇ ὁ δεῖνα μέσ’ ’ς τὸ σπίτι ἀναλήβγονται τὰ πράματα Κρήν. Τῆς ᾿Ανάληψις λούζουντι οἱ ’ναῖκις γιˬὰ ν’ ἀναληφτῇ ἀπ᾽ τοὺ κιφά’ τ᾿ς κάθι βρόμα Στερελλ. (Αἰτωλ) ǁ ᾎσμ. Τὸ παραθύρι σφάλιξε καὶτὸ κορμι᾿ ἀνελήφτη, οὕλοι περνοῦσι μὲ χαρὰ κ’ ἐγὼ περνῶ μὲ λύπη Κρήν. Ποιήμ. Ἀρπάζει τ᾿ ἄρματα, κρύβει τὴν κάρα, πετᾴ , ἀναλήφτηκε σὰν ἀστραπὴ ΑΒαλαωρ. 2,177 Σὲ δύο δρόμους φθάσαμε | ἀγνώριστ’ ἐπὶ τέλους,ἄξαφνα μ᾿ α’ναλήφθηκε | ἡ μάννα, τὴ στεροῦμαι ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) ’Εξαφανίζομαι βυθιζόμενος εἰς τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναλήψεως Νίσυρ. Παρ κ. ἀ.: Ἀνελήβγεται ὁ Χριστός, ἀνελήβγομαι κ᾿ ἐγώ͵ φούντα πλοὺμ μέσ᾽ ’ς τὸ γιˬαλὸ (πρόκειται περὶ ἐθίμου). 3) Περιρραίνομαι διὰ θαλασσίου ὕδατος τὴν ἑορτὴν τῆς ᾿Αναλήψεως ’Ιων. (Κρήν.): Ἀνελήβγετ’ δ᾽ Χριστός, ἀνελήβγομαι κ’ ἐγώ. 4) Λεμβοδρομῶ χάριν διασκεδάσεως κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Ἀναλήψεως Θρᾴκ. (Αἶν.) 5) Περιπίπτω εἰς ὕπνον βαθὺν μέχρι ἀναισθησίας, καθ’ ὃν βλέπω καὶ ὄνειρον τρομακτικόν, ὅτι πηγαίνω εἰς τὸν ᾍδην καἱ ἐπιστρέφω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ.): Τοὶς σαράντα τῆς Πασκαλιˬᾶς δὲν κοιμοῦντι, γιˬατὶ ἀναλήφουντι ᾿Αδριανούπ. ǁ Φρ. ’Νελήφτηκες, καηˬμένε! (ἐκοιμήθης πολὺ) Σαρεκκλ. 6) Ἐνεργ. Κάμνω τι ἄφαντον, ἐξαφανίζω Ἤπ.: Ὁ διάβολος τὸ ἀναλήφει ἢ τὸ ἀνάληψε τὀ δαχτυλίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/