ἀναλιγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλιγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλιγώνω Εὔβ. Ζακ Ἴων. (Κρήν.) Πελοπν. (Αἴγ. ᾿Αράχ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μαν Οἰν. Πάτρ.) κ. ἀ.-Λεξ. Κομ. Δεὲκ (λ. ἀναλυγώνω) Κορ. Ἄτ. 4,16 Αἰν Πόππλετ. (λ. ἀναλυγώνω) Μπριγκ Πρω. ἀναλιgώνω Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀναλιγώνου Στερελλ.(Αἰτωλ.) ἀνα’γώνου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνελιγώνω Α.Κρήτ. Νάξ. Σῦρ Χίος κ. ἀ. ἀνελιγών-νω Χίος (Καρδάμ.) ἀνε’γώνω Παρ (Λεῦκ) ἀνελιώνω Κάρπ. (’Ελυμπ.) ΚΜ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Χίος κ.ἀ. ᾿νελιˬώνω Κάρπ. ᾿Αόρ. ἐνελέγισα Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. λιγώνω ᾿Εν Ἐρωτοκρ. ὁ τύπ. ’νελιγώνω. Πβ. Α 796 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «σὰν τὸ κερὶ ᾿νελίγωνε κ᾿ ἐφύρα σὰν τὸ χιόνι.»
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἔρχομαι εἰς κατάστασιν λιποθυμίας συνήθως ἕνεκα σφοδρᾶς ἐπιθυμίας πράγματος, οἷον τρφῆς Πελοπν. (Λακων.)-Λεξ. Πρω.:Ἀναλίγωσα ἠ ἀναλιγώθηκα ἀπὸ τὴν πεῖνα Λεξ. Πρω. Ἀναλίgωσεν ὀ γάιδαρος Λακων 2) Καθιστῶ τι ὑδαρές, ρευστοποιῶ, διαλύω Εὔβ. Ζάκ Ἴων. (Κρήν.) Κάρπ. (᾿Ελυμπ. κ.ἀ.) Πάρ.(Λεῦκ.) Πελοπν. (Αἴγ. ᾿Αράχ. Κορινθ. Μάν. Πάτρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. κ.ἀ. -Λεξ. Κομ Δεὲκ Κορ 'Ατ. 4,16 Πόππλετ. Αἰν. Μπριγκ. Πρω.: Ἀναλιγώνω τὸ βούτυρο-τὸ μολύβι κττ. Αἴγ. Τὸ λάδι νὰ τὸ ἀναλιγώσῃς ᾽ς τὴ φωτιˬά, γιˬατ᾿ εἶναι παγωμένο ἀπὸ τὸ κρύο Κορινθ. ᾿Αναλιγώνω τὴ σκορδαλιˬὰ Πατρ. ǁ ᾊσμ. Νὰ τὴνε πάω ’ς τὸ χρυσικὸ νὰ τὴν ἀναλιγώσω, νἀ βγάνω λίτρα μάλαμα, νἀ βγάνω λίτρ’ ἀσήμι Εὔβ. Νὰ ᾽νελιˬώσῃς τὰ φλουριˬά, στεφάνιˬα νὰ τοῦ πλέξῃς Κάρπ. Σὰν τοὺ κιρὶ σὶ μάλαξα, σὰ ράφτης τοὑ βιλόνι, σὸν χρυσικὸς τοὺ μάλαμα σἰντας τ᾽ ἀναλιγώνει Αἰτωλ. Καὶ αμτβ καθίσταμαι ὑδαρής, ρευστοποιοῦμαι, διαλύομαι Ἴων. (Κρήν.) Κάρπ. Κρήτ. Κῶν Νάξ.(’Απύρανθ. κ. ἀ.) Παρ. (Λεῦκ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λακων. λίαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. Χίος-Λεξ. Αἰν. : Τὸ κερὶ ἀνελίγωσε Σῦρ. Τὸ μέλι μὲ τσοὶ ζέστες ἀνελιωσε Ἀπύρανθ. Βάλε τ᾿ ἄλειμμα ’ς τὴ φωτιˬὰ ν᾽ ἀναλιγὠσῃ Κορινθ. Τὸ ξύgι ’ς τὴ φωτιˬὰ ἀναλιgώνει Μαν. Τὸ κερὶ ἀναλιgώνει Λακων. ’Ενελίωσε τὸ τσερὶ Κάρπ. ’Αναλίγουσι τ᾿ ἀσήμ’ Αἰτωλ. Ἐζεστάθηκε τὸ κερὶ μέσα ’ς τὰ χέριˬα μου κ᾿ ἐνελίγωσε Α.Κρήτ. ’Εζεστομέρησε κ᾿ ἤρχιξ’ ὀ βότυρος ν᾿ ἀνελιγώνῃ αὐτόθ. Ὅπου πέσῃ ἀνήψητο λάδι δὲ βγαίνει μ᾿ ἕνα gολάι, τὸ πλύνεις καὶ σὲ καbόσες μέρες ἀνελιγώνει πάλι (οἱονεὶ ἀναλύεται καὶ ἐμφανίζει κηλῖδα. ἓνα gολάι :εὐκόλως) αὐτόθ. Τὸ βούτ’ρο ἀνε’γώσε μονάχο τ᾽ Λεῦκ. Ἀνελιωμένο ’ν’ τὸ χερ’νὸ Ἀπύρανθ. ǁ ᾎσμ. Ὡς ἅφτει τὸ χρυσὸ κερὶ καὶ δὲν ἀνελιγώνει, ἕτσ’ ἀγαπᾴ κ᾽ ἡ φρόνιμη καὶ δὲ dὸ φανερώνει Α.Κρήτ. Συνών. ἀναλε͜ιώνω 1, ἀναλύω, λε͜ιώνω. β) Γίνομαι χαλαρώτερος, ἀναλύομαι Κύθν: Ἀνελίωσεν ἥ ζύμη. Συνών. ἀναλιγδιˬάζω 2, ἀναλύω. 3) Ὑφίσταμαι χαλάρωσιν τῶν σωματικῶν δυνάμεων ἕνεκα τῆς ἀτμοσφαιρικῆς θερμότητος Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σῦρ. κ. ἀ. : ᾿Ανελίγωσα ἀπὸ τὴ ζέστη Σῦρ. ᾿Ανελειώνει κἀνεὶς μὲ τὴ ζέστη Ἀπύρανθ. β) Ἱδρώνω Πελοπν. (Μάν. Οἰν.): Πῆγα μέχρι τὸ βουνὸ κιˬ ἀναλιgωσα Μαν. γ) Ἀνακουφίζομαι ἐκ νόσου διὰ τῆς ἀφιδρώσεως Πελοπν. (Μαν) Ὁ ἄρρωστος ἀναλίγωσε. 4) Μεταφ. ἀδημονῶ, στενοχωροῦμαι Χίος: ᾎσμ. Κιˬ ἀπάνω ’ς τὰ τριάντα χρόνιˬα κ’ εἰς τοὶς τριάντα μέρες ἡ κόρη ἀνελίγωσε κ’ εἰς τὸ νερὸ ἐπῆγε. (κατ’ ἀλλην παραλλαγὴν: ἡ κόρη ἐνελέγισε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA