ἀναλλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναλλώνω Δ.Κρήτ. ἀνελλώνω Α.Κρήτ. ᾽νελλώνω Α.Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν ἐπιθ. ἄναλλος ἐπὶ πραγμάτων τεταραγμένων, ἄνω κάτω εὑρισκομένων. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 1000. 31 «διὰ τὸ μικρὸν ὅσον ἀφυπνισθέντα τὸν Δία μέλλειν ἄναλλα τὰ πάντα ποιεῖν» καὶ Οpusc. 323,10 «ἐπεὶ δὲ καὶ εἰς χεῖρας τὸ γράμμα λάβοιμι καὶ ἀναπτύξας διέλθοιμι. γίνεταί μοι κατὰ τὴν παροιμίαν ἀναλλα τὰ τοῦ πράγματος».

Σημασιολογία

1) Διαταράττω τὴν τάξιν πραγμάτων, κάμνω ἄνω κάτω: ’Αναλλώνω τἀ κουθιˬα (κουτιά). Συνων. ἀνακατεύω Α 3, ἀνακατώνω Α 3. 2) Προξενῶ ταραχὴν καὶ σύγχυσιν εἴς τινα: ᾿Ανελλώνω τὰ ὀζὰ-τσοὶ μέλισσες. Οἱ -γ-ὄρθες ἀνελλώνουνε τὀ βούι, ἐκε͜ιὰ ποῦ τρώει τοῦ σκορποῦν τ’ ἄχερα. Ἄσ’ τα κε͜ια ποῦ βόσκουdαι τα ὀζά, μὴ bά’ νἀ τα ᾽νελλώσῃς. β) κάμνω τι νὰ ἀπομακρυνθῇ, ἀποδιωκω: Ἀνέλλωσε ἀποκὲ τσ’ ὄρθες να μη bοῦνε ΄ς το gῆπο. ’Ενέλλωσες τὀ μουσκάρι καὶ δὲν ἐπόφαε τ᾽ ἄχερα. 3) Προξενῶ ἐνόχλησιν, ταράττω, ἐνοχλῶ: Ἐνέλλωσες μ᾿ ἀποὺ τὸν ὕπνο μου-τὴ gουβέdα μου. ’Ενέλλωσές τονε καὶ γιˬὰ ᾿κε͜ιονὰ δὲν ἤκαμε καλὰ τὴ δουλε͜ιά. Μός πιˬάσω τὴ δουλε͜ιά μου, ἔρχεται καὶ μὲ ν'ελλώνει (μός=μόλις). ᾿Ενελλώθηκε καὶ δὲν ἔχει ὄρεξι. 4) Βλάπτω, ἐπὶ φαντασμάτων : Οἱ ἔξ’ ἀποπὰ τὸ ᾿νελλώσανε τὸ κακορρίζικο τὀ κωπέλλι μας. Ἀνελλωμένος εἶναι ὁ δεῖνα. Πβ. ἀναγκεύω Β4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/