ἀναλογία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναλογία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναλογία ἡ, λογ κοιν. ἀναλουγία Λέσβ. ἀναλοΐα Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀναλουία Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀναλογία.

Σημασιολογία

1) Σχέσις συμμετρικὴ μεταξὺ δύο ποσῶν ἢ πραγμάτων συγκρινομένων λόγ κοιν.: Τὰ ἔξοδὰ του δὲν εἶναι σὲ ἀναλογία μὲ τὴν περιουσία του. Τὰ φέρνω τὰ πράματα σὲ ἀναλογία. Κρίνω κατ᾽ ἀναλογίαν. 2) Τὸ ἀναλογοῦν εἰς ἕνα ἕκαστον μερίδιον, συνήθως ἐκ κληρονομίας λόγ. πολλαχ. : Τα μοιράστηκαν καὶ πῆρε ὁ καθένας τὴν ἀναλογία του πολλαχ. : Πῆρε τὴν ἀναλοῒα του ὁ πασάνας Βούρβουρ. Πλιρώνου τ’ν ἀναλουγία μ’(τό πλιρώνου ἐκ τοῦ πλερώνω) Λέσβ. Συνών. ἀνάλογο (ἰδ. ἀνάλογος 2)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/