ἀναλυτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλυτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναλυτά ἐπίρρ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναλυτός.
Σημασιολογία
Ὄχι σφικτά, χαλαρῶς: Δένω τὴ ζώνη ἀναλυτά. Τυλίγω τὴν κλωστὴ ἀναλυτά. Συνών. ἀναδωπά, ἀπαλά, χαλαρά, ἀντίθ. σφιχτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA