ἀναλυτάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλυτάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναλυτάδα ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀναλυτός καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Ἡ κατὰ τόπους διάλυσις τῆς χιόνος, ὥστε νὰ φαίνεται τὸ ἔδαφος: Τὸ χιˬόνι κάνει ἀναλυτάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA