ἀναλυτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλυτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀναλυτὴς ὁ, Κεφαλλ. Κρήτ.-Λεξ. Αἰν. Θηλ. ἀναλύτρα Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) ἀνελύτριˬα Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναλύω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀναλύτης.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξάγων ἐκ τῶν βομβυκίων τοῦ μεταξοσκώληκος νῆμα, ὁ ἀναπηνιζόμενος ἔνθ᾽ ἀν. : Φρ. Σὰν τὴν ἀναλύτρα κάνει (ἐπὶ τοῦ ὑπερμέτρως χειρονομοῦντος ἐκ μεταφ. τῶν κινήσεων τῶν χειρῶν τῆς ἀναπηνιζομένης) Δημητσάν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA