ἀναλύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναλύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναλύω λογ. κοιν. καὶ δημῶδ. ᾿Αντικύθ. Ἤπ. Κρήτ. Πόντ. (Νικόπ) ἀναλύου Θεσσ. (Ζαγόρ. κ. ἀ.) ἀναλυˬῶ Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Γελίν. Κορινθ.) Σέριφ. ἀναλυῶ Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. Θεσσ. (Ζαγορ. Καρδίτσ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Μακεδ. Πελοπν. (Γορτυν. Δημητσάν. Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)-Λεξ. Βλαστ. Πρω ἀναλάω ᾿΄Ηπ. Πελοπν. (Δαγων) κ. ἀ. ἀναλάου ᾿΄Ηπ. Πελοπν. (Δαγων) ἀναλνῶ Μακεδ. (Βέρ. Καστορ.) ἀνελύω Α. Κρήτ.(Σητ.) Νάξ.(Κορων.) Σίφν. κ.ἀ. ἀνελυˬῶ Κάρπ. Α.Κρήτ. Σέριφ. ἀνελῶ Δαρδαν. Θρᾴκ. (Τσανδ.) Α.Κρήτ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ρόδ. Τῆν. Χίος κ. ἀ.-Λεξ. Κομ Πόππλετ. Μπριγκ. Βλαστ Πρω. ἀνιλυˬῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἴμβρ. Λεσβ.(᾿Αγιάσ. Πλομάρ.) κ.ἀ. ἀνιλῶ Θρᾴκ. Κυδων. Λεσβ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ. ἀ. ᾿νελυˬῶ Μύκ κ. ἀ. ᾿νελῶ Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ροδ. ἀλενυῶ Κύπρ ἀιλενῶ Πόντ. (Νικόπ) ’λενυˬῶ Κύπρ. ’λενῶ Καππ. ἀναλύγω Πόντ (Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀναλύζω Πόντ. (᾿Αμισ. Ὄιτρ. Τραπ. Χαλδ.) -Λεξ. Πρω. ἀναλύζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀναλύτζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνελύζω Κάρπ. Μετοχ. ᾿λενισμένος Κύπρ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀναλύω=ἀπολύω, ἀπελευθερώνω, διαλύω, ἀκυρώνω, καταπαύω, λύω. Τὸ ἀναλυˬῶ καὶ παρὰ Γερμ., τὸ δὲ ἀνελῶ καὶ παρὰ Σομ. Ἡ μετοχ. λενισμένος κατὰ τὰ εἰς -ίζω ρ.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Διαλύω καὶ μεταβάλλω εἰς ὑγρὸν σῶμα ἔχον στερεὰν μορφήν, ρευστοποιῶ, τήκω κοιν.: Ἄναλύω βούτυρο-κερὶ -μολύβι κττ. κοιν. ᾿Ανελὼ ἀξύγγι Λεξ. Πόππλετ Ἀνιλῶ μουλύβ’ Λεσβ. Πῆρε τὀ τσελίκι ὅλο ποῦ εἶχαν οἱ Γύφτοι, τό ἀνάλυσε καὶ τὸ ἔφκε͜ιασε ἕνα μπαστούνι (ἐκδιηγ.) Ἤπ. ᾿Ανα᾽μἐνου βούτ’ρου Ἤπ. ǁ Φρ. ᾿Εν κάμνει χαΐριν χρυσάφιν ν᾽ ἀναλυˬῇ (ἐπὶ τοῦ ἀσώτου) Κύπρ. ǁ Αἴνιγμ. Κρύο ἀνα’μένο, | ζεστὸ παγωμένο (τὸ ἀβγὸ) Καρ. ǁ ᾎσμ. Ὡς καὶ ψηλὰ ’ς τὸν οὐρανὸ τὰ γνέφηˬα ποῦ κρεμε͜ιοῦνται μὲ γλέπουν καὶ μὲ συμπονοῦν καὶ σὲ βροχή ἀναλε͜ιοῦνται. Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σπαν. στ. 12 (ἔκδ. ΔΜαυροφρ. σ. 1) «καὶ γίνομαι ἀναίσθητος, κρύσταλλον παγωμένον | καὶ ἀνέλυσέ μ’ἡ φλόγα σου, χάνομαι και ὑπάγω». Συνών. ἀναλε͜ιώνω, ἀναλιγώνω 2, λε͜ιώνω, συνών. δὲ τῆς μετοχ. ἀναλε͜ιωτός, ἀναλυτός 3, λε͜ιωμένος (ἰδ. λειώνω). Καὶ ἀμτβ. διαλύομαι, τήκομαι Α.Ρουμελ. (Καρ.)Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Κυδων. Λεσβ. Μακεδ. (Βέρ. κ.ἀ.)-Λεξ. Δημητρ.: Ἀνέλυσαν τὰ χιˬόνιˬα Λεξ. Δημητρ. Ἀνέ’σι τοὺ βούτυρον Κυδων. Οἱ πά᾿- τὰ χιˬόνιˬα ἀναλύσαν αὐτόθ. ᾽Αναλνᾴ τοὺ χιˬό᾽ Βερ.ǁ ᾊσμ. Τὰ χιˬόνιˬα ποῦ ’ναι ’ς τὰ βουνὰ οὕλ’ ἀναλοῦν καὶ τρέχουν, τὰ σίδερα φαγώνονται, τὰ μόλιˬα κατελε͜ιοῦνται κ’ ἡ πάθος τῆς καρδούλλας μου δὲν ἀναλεῖ, δὲν τρέχει (μόλιˬα=πέτραι, λίθοι) Καρ. Δὲ μὲ λυπᾶσαι, ἀλύπητη, δὲν γλέπεις, δὲν πιστεύεις, ἀνάλυσα σὰν'τὁ κερὶ κιˬ ἀκόμα μὲ παιδεύεις Ἤπ. Φεύγεις καὶ φεύγουν τὰ βουνὰ κ’ οἱ πάγοι ἀνιλοῦνι, ἆραγις τὰ ματάκιˬα μου θινὰ σι᾽ ξαναιˬδοῦνι; Λεσβ. Χιˬουνίζουν, βρέχουν τὰ βουνά, ὅλ᾿ ἀναλοῦν κὶ τρέχουν Θρᾴκ. Συνών. ἀναδίνω Β5δ, ἀναλε͜ιώνω 1, ἀναλιγώνω 2, λε͜ιώνω. β) Διαλύω σῶμανστερεᾶς μορφῆς ἐντὸς ὑγροῦ Θρᾴ κ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Καστορ.) κ. ἀ.: ᾿Νελῶ τὀ ἅλας Σαρεκκλ. ᾿Αναλνῶ ἀλάτ’ - μιλάν’ Καστορ. Καὶ ἀμτβ. διαλύομαι ἐντὸς ὑγροῦ, ἐπὶ στερεοῦ σώματος Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Βέρ.) Ἀναλνᾴ τοὺ ἅλας Βέρ. ǁ Φρ. Ἀνέ᾿σα μέσα ’ς τοὐν ἵδρουτα (ἵδρωσα ὑπερβολικῶς) Ζαγορ. γ) Ἀραιώνω δι’ ὕδατος ἢ ἄλλου ὑγροῦ οὐσίαν πηκτὴν Λεσβ Μύκ. Σέριφ.: Ν’ ᾶνελυθῇ καλὰ ἡ πυτιˬὰ μὲ σίρο (ὀρὸν τοῦ γάλακτος) Σέριφ. δ) Διαλύω διὰ τῆς τριβῆς σῶμα στερεὸν Δαρδαν. ε) Μεταφ. φθείρω, ἀφανίζω Λέσβ Ἄσμ Ὅταν γυρίσου κὶ τοὺ δῶ τοὺ παναθύρι σ᾿ ἄδε͜ιου, τὴ νεˬότη μου τἠν ἀνιλῶ σὰν τοὺ κιρὶ ᾿ς τοὐν ἅγιˬου. ᾿Ανέλυσα τη νεˬότη μου κὶ τὴ bαλληκαριˬά μου. Καὶ ἀμτβ. καταστρέφομαι, ἐξαφανίζομαι Λέσβ. Μακεδ. (Βερ.): ᾊσμ. Πῶς ἀναλνᾴ τοὺ ἅλας, πῶς ἀναλνᾷ τοὺ χιˬόνι, ν᾿ ἀναλύσουν οἱ πέτρες κὶ τὰ τοιχὠματα Βερ. ᾿Ανέλυσιν ἡ νεˬότη μου κι᾿ ἡ παλληκαριˬά μου Λέσβ. ς) Παθ. παραλύομαι ἐκ σωματικῆς ἢ ψυχικῆς τινος αἰτίας Κέρκ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀπό τὴ ζέστη ἔχω ἀναλυθῆ (συνών. ἀναλιγώνω 3) Λακων. Τ᾿ ἀκούω κιˬ ἀναλύθηκα ὅλη Κέρκ. Μ’ ἔκαμε κιˬ ἀναλύθηκα ὅλη αὐτοθ. Συνών. φρ. κόπηκαν τὰ ἥπατά μου. ζ) Μέσ. Μόλις κινοῦμαι ἕνεκα σωματικῆς ἀδυναμίας Πελοπν (Λακων.): ᾿Αναλε͜ιόταν ἀναλε͜ιόταν ποῦ σηκώθηκε πλεˬά. 2) Θέτω τι ἐντὸς ὕδατος ἢ διαβρέχω καλῶς διὰ νὰ καταστῇ μαλακώτερον Καππι. Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Νικόπ. ᾿΄Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Αναλῶ τὸ ψωμὶν Σάντ. Χαλδ. κ. ἀ. ǁ Παροιμ. φρ. ᾿Αναλυγμένον ἔν᾽; (ἐπὶ ὀκνηροῦ, ὅστις προκειμένου νὰ δεχθῆ προσφερόμενον παξιμάδι ἠρώτησεν ἂν εἶναι βρεγμένον διὰ νὰ μὴ ὑποβληθῆ ὁ ἴδιος εἰς κόπον)Τραπ.Χαλδ Καὶ ἀμτβ. διαβρεχόμενος γίνομαι μαλακώτερος Πόντ.(᾿Αμισ. Κερας. Κοτύωρ. 'Οφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐνέλτσεν τὸ ψωμὶν Τραπ. Χαλδ. ᾿Εσέγκα τὰ ταρού μ᾿ ᾿ς σὸ νερὸν ν’ ἀναλοῦνε (ἔβαλα τὰ τσαρούχια μου κτλ.) Τραπ. Χαλδ. Ἔβαλα τὰ ταρού μ᾿ ᾿ς σὸ νερὸ τ’ ἕνέλυσανε Ὄφ. ǁ Παροιμ. φρ. ᾿Απέσ᾿ ἀτ᾽ φάκ’ ᾽κ᾽ ἀναλεῖ (μέσα του φακῆ δὲν μουσκεύει. Ἐπὶ τοῦ ἀκριτομύθου, ὁ ὁποῖος μόλις ἀκούσῃ τι μυστικὸν ἀμέσως τὸ ἁνακοινώνει, καθὼς ὸ πὰσχων εἰς τὸν στόμαχον ξερνᾴ τὸ φαγητὸν προτοῦ μουσκέψῃ ἢ διαλυθῇ. ᾽κ᾽ ἀναλεῖ ἐκ τοῦ ᾽κι᾽ ἀναλεῖ) Κοτύωρ. Χαλδ. β) Διαβρέχω Πόντ.(Κοτύωρ.): Ἐνέλτσα τὰ λώματα (ἐνδύματα). Καὶ ἀμτβ. γίνομαι διάβροχος, βρέχομαι Ποντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐνέλτσαν τ᾽ ὀρτάρ μ᾽ (αἱ κάλτσες μου) Χαλδ. ᾿Ενέλτσα ἀσ’ σὴν βρεὴν (ἀπὸ τὴν βροχὴν) Κοτύωρ. Χαλδ. ǁ Φρ. Ἐνέλτσεν ὁ κόλος ἀτ’ (ἐπὶ τοῦ καθ’ ὕπνον οὐρήσαντος) Τραπ. Χαλδ. Ἐνέλτσεν τὸ χτῆνον (ἡ ἀγελάδα εἶναι ἕτοιμη νὰ γεννήσῃ, ἐκ μεταφ τῶν προηγουμένων τοῦ τοκετοῦ ὑγρῶν) Κοτύωρ. ’Ενέλτσεν τ᾿ ὀδόντ’ν ἀτ’ (ἐπὶ τοῦ αἰσθανομένου ἐρωτικὸν πόθον πρὸς γυναῖκα, ἐκ μεταφ. τῆς ἐκκρίσεως ἀφθονωτέρου σιέλου, ὅταν γεννηθῇ ἐπιθυμία πρός τι βρώσιμον πβ. τὴν συνών. κοιν. φρ. ἔτρεξαν-τοῦ ᾿πεσαν τἀ σάλια του) Χαλδ ’Ενέλτσεν! (γενικῶς ἐπὶ πάσης ἐπιθυμίας ἐκδηλουμένης, οἷον: ἐνέλτσεν νἀ ἕρται μετ’ ἐμέν = ἐπεθύμησε νὰ ἔλθῃ μαζί μου) Χαλδ. Συνών μουσκεύω. 3) Χωρίζω τι διὰ χυμικῆς ἀναλύσεως εἰς τὰ συστατικὰ του μέρη λογ κοιν.: Ἀναλύω αἷμα-νερὸ-οὖρα 4) Βράζω μὲ στακτόνερο τὴν μέταξαν διὰ νὰ καταστῇ μαλακὴ καὶ στιλπνὴ Κρήτ. Μακεδ (Χαλκιδ.): Ἀνέ᾽σα τοὺ μιτά' Χαλκιδ. 5) ’Εκτυλίσσω τι, συνήθως νῆμα ἐκ τῆς ἀτράκτου πρὸς μεταφορὰν εἰς τὸ τυλιγάδι ’Αντικύθ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πελοπν (᾿Αρκαδ. Δημητσάν. Λακων.) Ροδ. Σιφν Χίος κ. οἱ.: Ἀναλῶ τό σκοινὶ-τά γνέματα Λακων. Ἀναλῶ τ᾿ ἀδράχτι (βραχυλ. ἀντὶ τὸ νῆμα τ᾿ ἀδραχτιοῦ ἡ χρῆσις καὶ μεσν. πβ. Χωνιάτ. 101,26 (ἔκδ. Βόννης) «γυναικὸς ἀναλυούσης ἀτράκτια») Δημητσάν. Κρήτ. Λακων. Ἀναλῶ τὀ μετάξι Κρήτ. Ἄναλῶ τὸ κουβάρι Δημητσάν. Λακων. Ἐλένυσα ἕναν μπράτσον νῆμαν ’δὰ χαμαὶ ποῦ κάθουμαι Κύπρ. ᾿Εν-νὰ τὀ ἀλενύσω τ᾿ ἀγράχτιν μου, γιˬατ’ ἐγέμωσεν αὐτόθ. Ἀναλε͜ιέται ἡ τριχιˬά-τὸ σκοινὶ-τό φίδι Λακων. Νῆμα ᾽λενισμένον Κύπρ. ǁ Αἰνίγμ. Ἀνελύω τὴ ζώνη μου κιˬ ἀνελυμὸ δὲν ἔχει (ὁ μακρὸς δρόμος) Σητ. Ἡ κακὴ ἀνυφαντοῦ ἀναλεῖ ἀναλεῖ κιˬ ἀναλυμὸ δὲν ἔχει (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κρήτ.ǁ ᾊσμ. Μετάξι κλώθει κιˬ ἀναλεῖ καὶ σύρμα μασουρίζει Κρήτ. Μαννάδες ποῦ ’χετε παιδιˬὰ 'ς τὰ ξένα καὶ γυρίζουν, τὴν Παρασκὴ μὴ gλώθετε, Πέφτη μὴν ἀναλῆτε καὶ τὸ Σαββάτο ἀπονωρὶς σκολάσετε τὴ ρόκκα αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. ’Αριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 2,17,17 «ἔχουσι δὲ καὶ λεπτὸν τὸ ἔντερον οἱ πλεῖστοι καὶ ἁπλοῦν ἀναλυόμενον». Συνών. ξετυλίγω ἀντίθ. τυλίγω. Πβ. ἀναλυˬούου. 6) Χαλαρώνω Τῆν.: Ἡ βίδα ἀνελᾷ ' τὴν ἀπάνω πέτρα (τὴν ὑπερκειμένην μυλόπετραν). Β) Αμτβ 1) Γίνομαι χαλαρώτερος, ἀναλύομαι κοιν.: ᾿Ανέλυσε ἣ ζύμη-τὸ γλυκὸ κττ. Συνών. ἀναλιγδιˬάζω 2, ἀναλιγώνω 2 β. 2) ᾿Αποσυντίθεμαι, ἐπὶ νεκροῦ Ἤπ. Θεσσ (Καρδίτσ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ. ἀ. : ᾿Ανέλυσε ὀ πιθαμένος Ἤπ. Δὲν ἀνέ’σι ἥ πιθαμένους Χαλκιδ. Νὰ μὴν ἀναλύσῃ ! (ἀρὰ) Ἤπ.ǁ ᾊσμ. Ὅλοι οι γιˬοί μ᾽ νἀ ἀναλοῦν κιˬ ὅλοι νὰ γίνουν χῶμα, οὑ Κώστας νὰ μὴν ἀναλῇ οὔτε χῶμα νὰ γίνῃ Καρδίτσ. β) Μεταφ μαραίνομαι, φθίνω, τήκομαι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Δαρδαν Ἤπ. Θρᾴκ. Κρήτ. Λεσβ κ. ἀ: Ὅλο ἀνελεῖ Α.Κρήτ. Μέρα μὶ τὴν ἥμέρα ἀνιλῶ Λεσβ.ǁ ᾊσμ. Σὰ θυμηθῶ τὴ μάννα μου, τὸ γαῖμα μου παγώνει, σὰ θυμηθῶ τὸν κύρι μου, τὰ σπλάχνα μου ᾿νελοῦνε Σωζόπ. ᾿Γροικῶ τὸ νοῦ μου κιˬ ἀνελεῖ καὶ λέ’ πῶς θὰ τελε͜ιώσω Κρήτ. Τού αἷμα μου νὰ χύνιτι σὶ διˬαμαντένια στέρνα κί τοὺ κουρμί μου ν’ ἀνιλᾴ , δὲ σ’ ἀπαρνε͜ιέμι σένα Θρᾴκ. Ψὲς εἶδα ᾿ς τὸ ὄνειρό μου | μαῦρα μάτιˬα ᾿ς τὸ πλευρό μου, ξύπνησα καὶ δὲν τὰ βρίσκω, | άναλῶ καὶ πεθαινίσκω Ἤπ. Συνών. ἀναλε͜ιώνω 2β λε͜ιώνω. 3) Λύομαι Μακεδ.: ’Ανέ’σ’ ἡ μίτι μ᾽ (ὑπέστη αἱμορραγίαν). Συνών. ἀνοίγω. 4) Διαβρεχόμενος καὶ ἀναλυόμενος μεταβαλλομαι εἰς νῆμα, ἐπὶ βομβυκίων τοῦ μεταξοσκώληκος Κρήτ.: Δὲν ἀναλυˬοῦν τὰ κουκούλλια. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὴν λ. παρ᾽’Αριστοτ. ἐπὶ μεταβατικῆς σημ. Ζῴων ἱστορ 5,19,6 «ἐκ δὲ τούτου τοῦ ζῴου καὶ τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινες ἀναπηνιζόμεναι». 5) ’Αναπτύσσομαι, αὐξάνομαι, ἐπὶ φυτῶν (ἡ μεταφ. ἐκ τοῦ ἐκτυλισσομένου πράγματος, δι᾽ ἣν ἰδ. ἀνωτ σημ. Α 5) Θεσσ. (Ζαγορ.): Τοὺ σπέρναν τοὺ ᾿τάρ’ κ᾽ ἰκε͜ιὸ δὲν ἀναλοῦσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA