ἀναμάζωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμάζωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναμάζωμα τό, Λεξ. Δημητρ. ἀνεμάζωμα Ἀμοργ. Κρήτ. Σῦρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναμαζώνω.

Σημασιολογία

1) Περισυλλογὴ Κρήτ.-Λεξ. Δημητρ. β) Πληθ. ἀνεμαζώματα, ἄνθρωποι παντοδαποὶ καὶ ἀνέστιοι Κρήτ. 2)Συρροὴ λαοῦ ΄Αμοργ. Κρήτ.: Γίνετ’ ἕναν ἀναμάζωμα κάθε πανηγύρι ἀπού ᾽ναι μεγάλο πρᾶμα Κρήτ. 3) Τακτοποίησις, διευθέτησις πραγμάτων Σῦρ Τί ἀνεμάζωμα ποῦ ἔκαμες! Συνών. συγύρισμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/