ἀναμασῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμασῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμασῶ κοιν. ἀνεμασῶ Θήρ. Κρήτ. κ. ἀ. ἀνεμασε͜ιῶ Κάρπ. ἀνιμασῶ Δαρδαν. κ.ἀ. ’νεμασῶ ’Αστυπ. Κάλυμν. Κῶς Λέρ. Σύμ. ᾽νεμασε͜ιῶ Κῶς ’νεμασκε͜ιῶ Κῶς Μέσ. ἀναμασε͜ιοῦμαι Ζάκ.
Ετυμολογία
Τὸ ἁρχ. ἁμάρτ. ἀναμασῶ, τοῦ ὁποίου τὸ μεσ ἀναμασῶμαι παρ᾿ ᾽Αριστοφ. Τὸ ἀνεμασε͜ιῶ, ὅπερ καὶ παρὰ Σομ., ἔχει τὸ ει ἐκ τοῦ μες. ἀναμασε͜ιέμαι. Παρὰ Γερμ. τύπ. άναμασε͜ιῶ.
Σημασιολογία
1) Ενεργ. καὶ μες. μασῶ ἐκ νέου τὴν τροφήν, μηρυκάζω, ἐπὶ ζῴων κοιν. : Σὰν ἀνεμασε͜ιοῦν τὰ ζευτὰ ξεκουριˬάζονται Κάρπ. Ἡ κατσίκα ἀναμασε͜ιέται Ζάκ. ǁ Φρ. μεταφ. Ἀναμασᾴ τὰ λόγιˬα του (ἐπι τοῦ ἀτέχνως καὶ δυσκόλως ἐξευρίσκοντος καὶ ἐπαναλαμβάνοντος δικαιολογίαν τινά). Ὅλο τὰ ἴδια ἀναμασᾴ (ἐπὶ τοῦ ἀηδῶς περιττολογοῦντος) κοιν. Συνών. ἀναλυγγώνω 2, ἀναμασουλίζω, ἀναχαράζω, ξαναμασῶ, χαράζω. 2) Μασῶ καλῶς Λεξ. Δημητρ. : Ὅταν ἀναμασᾷς τὸ κρέας, δὲν εἶναι βαρυστόμαχο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA