ἀναματιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναματιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναματιˬάζω Πελοπν (Γέρμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ματιˬάζω.
Σημασιολογία
Νεύω διὰ τῶν ὀφθαλμῶν: Ἤθελε κἄτι νὰ πῇ καὶ τὸν ἀναμάτιˬασε νὰ μὴν τὸ πῇ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA