ἀναμέλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμέλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμέλα ἡ, Εὔβ. (Κάρυστ. Κονίστρ. Στρόπον.) Κέρκ. Πελοπν. (’Ανδρίτσ. Λάστ.) Σαμ.Στερελλ. (᾿Αρτοτ. Καλοσκοπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Αἰν. ἀνιμέλα Σάμ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1) Ὁ μεταξοσκώληξ ὅταν μεταμορφώνεται εἰς ψυχὴν Εὔβ. (Κάρυστ. Στρόπον.) Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Λάστ.) Σαμ. : Ἅμα δὲν τὰ θιρμίσ’ς τὰ κουκούλιˬα τρυπᾶνι κὶ βγαίν’νι ἀναμέλις Στρόπον. Δὲν κάθεται ἥσυχος, κάνει σὰν ἀναμέλα ᾿Ανδρίτσ. ǁ Φρ. ’Αναμέλες ἔχει (ἐπὶ ζωηροῦ καὶ ἀνησύχου παιδίου) Λαστ. Μαρὴ ἀναμέλα! (πρὸς κόρην ἰσχνὴν) Στροπον. 2) Σκώληξ τις γεννώμενος ἐντὸς τῶν ὤτων ἢ τῶν κεράτων ζῴων τινῶν Στερελλ. (Καλοσκοπ.)-Λεξ. Αἰν. 3) Ὁ λαβύρινθος τοῦ ὠτὸς καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ἀκουστικὰ ὄργανα (διὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ ἑλικοειδοῦς σχήματος τοῦ λαβυρίνθου πρὸς τὴν τοῦ σκώληκος) Στερελλ. (᾿Αρτοτ.): Φρ. Μ’ πῆρις τ᾿ς ἀναμέλις ἀπ’ τ’ ᾶφτιˬἀ μ᾿! (μὲ ξεκοὐφανες μὲ τοὶς φωνές σου!) Μὶ βάρισις ᾿ς τ᾽ν ἀναμέλα! (συνών. τῇ προηγουμένῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA