ἀναμεσῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμεσῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀναμεσῆς ἐπίρρ. Ζάκ. Κρήτ. Μῆλ. Πελοπν (᾿Αρκαδ. Βούρβουρ. Μεσσ.) Σύμ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάμεσα κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ κατὰ γῆς- καταγῆς, ὡς καὶ ἀνακορφῆς, κατακαμπῆς, καταμεςῆς κτὅ ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,405 καὶ ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ Πανεπ 12 (1915| 6) 24.
Σημασιολογία
1) Μεταξὺ Ζάκ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ Μεσσ.) Σύμ. κ. ἀ. -Λεξ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Πέρασα ἀναμεσῆς τους Μεσσ. ᾿Αναμεσῆς ᾿ς τ᾿ ἀμπέλιˬα αὐτόθ. ‖ Γνωμ. ἀναμεσῆς τῶ δυˬὸ φιλῶ μούδε φίλος μούδε ὀχθρὸς (εἰς τὰς μεταξὺ δύο φίλων διαφορὰς τρίτος φίλος πρέπει νὰ μένῃ οὐδέτερος) Κρήτ. ‖ ᾊσμ. ᾿Αναμεσῆς σὲ δυˬὸ βουνά, σὲ δυˬὸ κορφορραχοῦλλες Λεξ. Δημητρ. 2) Εἰς τὸ μέσον Μῆλ.- Λεξ. Πρω. ’Αναμεσῆς τοῦ χωραφιˬοῦ Μῆλ. ᾽Αναμεσῆς ’ς τὸ δρόμο λιποθύμησα Λεξ. Πρω. Πβ, ἀνάμεσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA