ἀναμεσίτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμεσίτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμεσίτικος ἐπίθ. Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ αμαρτ ἐπιθ. μεσίτικος.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον καρποῦνται ἐξ ἡμισείας δύο: Τὸ χωράφι τό 'χουν ἀναμεσίτικο (ἤτοι τὸ ἥμισυ τοῦ εἰσοδήματος λαμβάνει ὁ ἰδιοκτήτης, τὸ δὲ ἕτερον ἥμισυ ὁ καλλιεργητὴς).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/