ἀναμουγκρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμουγκρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμουγκρίζω, μέσ ἀνεμουγκρε͜ιέμαι Χίος (Νένητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. μουγκρίζω.

Σημασιολογία

Ἐκβάλλω μυκηθμόν, μυκῶμαι: ᾎσμ. ᾿Εχτὲ βραῢ ἐπέρασα ἀφ᾽ τ᾿ ἅι-Ἀντρεˬᾶ την πόρτα τσ᾽ ἤκουσα πλάκα τσ᾿ ἥντριζε τσαὶ γῆς τσ᾽ ἀνεμουγκρᾶτο (βραῢ₌βραδὺ, ἤντριζε₌ἔτριζε).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/