ἀναμπαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμπαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναμπαλώνω ἀμάρτ. ἀναδαλώνω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. μπαλώνω. Παρὰ Φωσκόλ Φορτουν πρᾶξ.Ε στ.35 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) ὁ τύπ. ἀνεμπαλώνομαι.
Σημασιολογία
’Επιδιορθώνω ἐφθαρμένον ἔνδυμα: Ἐβαρέθηκα νὰ τ’ ἀναbαλώσω τὰ ροῦχα του. Ἀναbαλώνω τὸ κωπέλλι (βραχυλ. ἀντὶ τὰ ροῦχα τοῦ κωπελλιˬοῦ). Ἀναbαλωμένο ποκάμισο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA