ἀναμπάμπουλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμπάμπουλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμπάμπουλος ἐπίθ. ἄμάρτ. ἀναπάπουλος Μεγίστ. ἀναπόπουλος Σύμ. ἀνεbάbουλος Ἄνδρ. Α.Κρήτ. ἀνεπάμπουλος Χάλκ. ἀνεπούμπουλος Κάρπ. ἀναμπάμπουλο τό, ΑΣακελλ. Ἐγχειρ. ἀρμενιστ. 235 ἀναμπάπουλο ΑΤανάγρ. Σπογγαλ. 108

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναμπαμπούλα.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἄτακτος, ἀκατάστατος Ἄνδρ Α.Κρήτ. Μεγίστ. Συμ Χάλκ.: Ἀνεbάbουλη εἶναι ’ς τὸ σπίτι τζη Κρήτ. Εἶσαι ἀνεπάμπουλη, δὲν εἶσαι νοικοκυρὰ Χάλκ β) Ἀτημέλητος, ἀφιλόκαλος Ἄνδρ Κάρπ. γ) ’Απερίσκεπτος Α.Κρήτ.: ᾿Ανεbάbουλη εἶναι ᾿ς τὰ λόγιˬα τζη. δ) ’Εκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου δὲν ἐσκέφθη τις, δ ὥς τύχῃ γενόμενος Συμ.: Δουλε͜ιές ἀναπόπουλες. 2) Ὁ ἔχων σχῆμα ἀκανόνιστον, στρεβλός, ὀζώδης Α.Κρήτ.: Ἀνεbάbουλο κερί. 3) Ὁ ὑπὸ τρικυμίας δεινῶς ταλαιπωρηθείς, ἐπὶ πλοίου Μεγίστ. : Ἀναπάπουλον καράβιν σὲ καλὸν λιμνιˬῶναν πάει (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου σωτηρίας ἐν μεγίστῃ ἀμηχανίᾳ. ἢ ἐπὶ εὐτυχήματος ἀνελπίστου ἐρχομένου ἐν ὥρᾳ δεινῆς ἀναγκης) Β) Τὸ οὐδ. οὐσ. 1) Τρικυμία ΑΤανάγρ. ἔνθ’ ἀν.: «Τίποτε ἀναμπάπουλο θα ἔχουμε....ἔλεγον ὁ εἷς πρὸς τὸν ἄλλον παρατηροῦντες τὸν ὁρίζοντα». 2) Τὸ σκάσιμο τοῦ κύματος εἰς μακράν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς παραλίας (τοῦτο συμβαίνει, ὅταν ἡ θάλασσα εἴναι ἀβαθὴς) ΑΣακελλ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/